- χαρακτηρίζω
- ΝΜΑ [χαρακτήρ, -ῆρος]προσδιορίζω τη βασική, ουσιώδη ιδιότητα ενός προσώπου ή πράγματος, η οποία αποτελεί και το διακριτικό του γνώρισμα έναντι τών άλλων (α. «αυτό που τόν χαρακτηρίζει είναι η ειλικρίνεια» β. «μάλιστα δὲ χαρακτηρίζει τὸν χριστιανισμὸν ἡ ἀγάπη», Ιωάνν. Χρυσ.)νεοελλ.1. κατατάσσω κάποιον ή κάτι σε μια κατηγορία («θα τόν χαρακτήριζα αναιδή»)2. κρίνω, ορίζωαρχ.1. χαράζω, εγχαράσσω2. δίνω έμφαση3. ερμηνεύω, επεξηγώ κάτι4. περιγράφω5. παθ. χαρακτηρίζομαια) διαμορφώνομαι, σχηματίζομαιβ) μτφ. παίρνω τη μορφή κάποιου («ἐκ θεῶν χαρακτηρίζεσθαι», Μέν. Πρ.).
Dictionary of Greek. 2013.