χαρακτηρίζω

χαρακτηρίζω
ΝΜΑ [χαρακτήρ, -ῆρος]
προσδιορίζω τη βασική, ουσιώδη ιδιότητα ενός προσώπου ή πράγματος, η οποία αποτελεί και το διακριτικό του γνώρισμα έναντι τών άλλων (α. «αυτό που τόν χαρακτηρίζει είναι η ειλικρίνεια» β. «μάλιστα δὲ χαρακτηρίζει τὸν χριστιανισμὸν ἡ ἀγάπη», Ιωάνν. Χρυσ.)
νεοελλ.
1. κατατάσσω κάποιον ή κάτι σε μια κατηγορία («θα τόν χαρακτήριζα αναιδή»)
2. κρίνω, ορίζω
αρχ.
1. χαράζω, εγχαράσσω
2. δίνω έμφαση
3. ερμηνεύω, επεξηγώ κάτι
4. περιγράφω
5. παθ. χαρακτηρίζομαι
α) διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι
β) μτφ. παίρνω τη μορφή κάποιου («ἐκ θεῶν χαρακτηρίζεσθαι», Μέν. Πρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαρακτηρίζω — engrave pres subj act 1st sg χαρακτηρίζω engrave pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακτηρίζω — χαρακτηρίζω, χαρακτήρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χαρακτηρίζω — χαρακτήρισα, χαρακτηρίστηκα, χαρακτηρισμένος 1. αποδίδω σ’ ένα πρόσωπο ή πράγμα το χαρακτηριστικό του γνώρισμα: Τον χαρακτηρίζει μεγάλη δειλία. 2. τοποθετώ κάποιον ή κάτι σε κάποια κατηγορία: Η πράξη σου αυτή χαρακτηρίστηκε ως πλημμέλημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρακτηρίσει — χαρακτηρίζω engrave aor subj act 3rd sg (epic) χαρακτηρίζω engrave fut ind mid 2nd sg χαρακτηρίζω engrave fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακτηρίσουσι — χαρακτηρίζω engrave aor subj act 3rd pl (epic) χαρακτηρίζω engrave fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χαρακτηρίζω engrave fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακτηρίσω — χαρακτηρίζω engrave aor subj act 1st sg χαρακτηρίζω engrave fut ind act 1st sg χαρακτηρίζω engrave aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακτηρίσῃ — χαρακτηρίζω engrave aor subj mid 2nd sg χαρακτηρίζω engrave aor subj act 3rd sg χαρακτηρίζω engrave fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεχαρακτηρισμένον — χαρακτηρίζω engrave perf part mp masc acc sg χαρακτηρίζω engrave perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεχαρακτηρισμένων — χαρακτηρίζω engrave perf part mp fem gen pl χαρακτηρίζω engrave perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεχαρακτήρικε — χαρακτηρίζω engrave perf imperat act 2nd sg χαρακτηρίζω engrave perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”